- αυτοκάβδαλος
- αὐτοκάβδαλος, -ον (Α)1. αυτός που έγινε πρόχειρα ή απρόσεκτα2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αὐτοκάβδαλοιβωμολόχοι ηθοποιοί που απαγγέλλουν αυτοσχεδιάζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοκάβδαλος — done carelessly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκαβδάλως — αὐτοκάβδαλος done carelessly adverbial αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλον — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc sg αὐτοκάβδαλος done carelessly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκαβδάλους — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκαβδάλων — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλα — αὐτοκάβδαλος done carelessly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλοι — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)